-
1 κόλλυβα
κόλλυβα ταколиво, кутья, сочиво – вареная пшеница с сахаром и разными пряностями. Коливо приносится или в честь какого-либо святого, праздника или в память усопших. Коливо, или кутья, приготовляемая из зерен, выражает веру живых в воскресение умершего для вечной жизни, подобно тому, как зерно, брошенное в землю, хотя подвергается тлению, но возрастает в лучшем видеЭтим.< дргр. κόλλυβος «монета небольшого денежного достоинства». Иногда монеты оставляли на могилах -
2 κόλλυβα
τα кутья;§ με ξένα κόλλυβα — за счет других, на чужой счёт
-
3 κόλλυβα
κόλλυβονsmall coin: neut nom /voc /acc plκόλλυβοςsmall coin: neut nom /voc /acc pl -
4 κόλλυβος
κόλλῠβ-ος, ὁ,A small coin, κολλύβου for a doit, Ar. Pax 1200, Eup.233, Call.Fr.85: masc. acc. to Phryn. 404, Hsch.:—but neut. [full] κόλλῠβον, τό, Poll.9.72.3 neut. pl. κόλλυβα, τά, small cakes (cf.κόλλαβος 11
), Sch.Ar.Pl. 768; cf. κόλλυβα· τρωγάλια, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλλυβος
-
5 κόλλυβον
κόλλυβον, τό, = κόλλυβος, Poll. 9, 72; τὰ κόλλυβα auch eine Art Kuchen oder Naschwerk, vgl. Ar. Plut. 768 u. κόλλαβος.
-
6 κόλλυβο(ν)
το см. κόλλυβα -
7 κόλλυβο(ν)
το см. κόλλυβα -
8 жар
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, на -у а.1. ζέστα, ζεστασιά, θάλπος. || καύσωνας, καύμα, κάψα, λιοπύρι•жар спал ο καύσωνας έπεσε, μειώθηκε.
|| αναμμένα κάρβουνα, ανθρακιά, θράκα.2. πυρετός, θέρμη, κάψα. || έξαψη, άναμμα•его бросило в жар от этих слов αυτά τα λόγια τον φούρκισαν (τον κόρωσαν).
3. ένθερμος ζήλος• πάθος•говорить с -ом μιλώ με πάθος.
4. μτφ. φούρια, άναμμα, κορύφωμα έξαψης.εκφρ.с -ом – επίρ. ένθερμα•чужими руками жар загребать – παρμ. με ξένα κόλλυβα μακαρίζει τους γονιούς του ή το ξένο βίος ο καλόγηρος για την ψυχή του δίνει. -
9 ковш
-а α.1. αντλητήρι, δοχείο άντλησης.2. (τεχ.) κάδος εκσκαφέα. || χοάνη• χωνί. || μυχός κόλπου. || καδί οινοπνΐ• ποτών.εκφρ.чужим -ом добром подносить – με ξένα κόλλυβα δεν πάνε στην εκκλησία. -
10 поминки
-нок, -нкам πλθ. (εκκλσ.) μνημόσυνο•справлять поминки κάνω μνημόσυνο.
|| κόλλυβα. -
11 κόλλυβον
κόλλυβον, τό, τὰ κόλλυβα auch eine Art Kuchen oder Naschwerk -
12 κόλλυβος 1
κόλλυβος 1.Grammatical information: m.Meaning: `small money' (Ar., Eup., Call.), `small gold weight' (Thphr.); `rate of exchange' (hell., inscr., pap., Cic.).Other forms: (- ον n. Poll. 9, 72)Derivatives: κολλυβιστής `money-changer' (Men., NT, pap., *κολλυβίζω; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 68f., Chantraine Formation 320) with κολλυβιστικός and κολλυβιστήριον `exchange-office' (pap. a. Ostr.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Semitic, cf. Hebr. ḥālap `exchange' (Lewy Fremdw. 119f. after Lagarde). - From κόλλυβα τρωγάλια H. (sch. Ar. Pl. 768; cf. κόλλαβος) Russ. etc. kólivo `porridge, groats with resins, memory meal for a dead' (Vasmer Wb. s. v. w. lit.). - The - υβ- (which cannot be explained from Hebr.) rather points to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,900Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλλυβος 1
См. также в других словарях:
κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… … Dictionary of Greek
κόλλυβα — τα βρασμένο στάρι ανάμειχτο με σταφίδα, ζάχαρη κ.ά., που φέρνεται στην εκκλησία σε δίσκο κατά τα μνημόσυνα και μοιράζεται στους εκκλησιαζόμενους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόλλυβα — κόλλυβον small coin neut nom/voc/acc pl κόλλυβος small coin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπάψιμο — το 1. άρτος που ευλογείται από τον ιερέα και τρώγεται με (ή χωρίς) κρασί και κόλλυβα στα μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως τής ψυχής τού νεκρού 2. στον πληθ. τα αναπαψίματα κόλλυβα τών μνημοσύνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαύσιμος. ΠΑΡ. αναπαψιμάρι] … Dictionary of Greek
σπερνός — ή, ό, Ν 1. εσπερινός, βραδινός 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο σπερνός ή το σπερνό η ακολουθία τού εσπερινού 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπερνά α) τα κόλλυβα νεκρών β) βρασμένο σιτάρι, διακοσμημένο σαν τα κόλλυβα προς τιμήν ορισμένων αγίων.… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Koliva — Colivă from wheat seeds with raisins Koliva (also transliterated Kollyva) (Greek, κόλλυβα, kólliva; Serbian, кољиво, koljivo; Romanian, colivă; Bulgarian, коливо, kolivo) is boiled wheat which is used liturgically in the Eastern Orthodox and… … Wikipedia
Koliva — de cereales. Koliva (también transliterado a veces como Kolyva) (griego, κόλλυβα, kólliva; serbio, кољиво, koljivo; rumano, colivă; búlgaro, коливо, kolivo) es grano de trigo cocido que se emplea en la liturgia Ortodoxa y en las Iglesi … Wikipedia Español
Κολλυβάδες — Κίνημα μοναχών που αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος κατά τον 18o και τον 19o αι., τα μέλη του οποίου, παραμένοντας πιστά στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, αντιδρούσαν στη συνήθεια να τελούνται μνημόσυνα και να προσφέρονται κόλλυβα την ημέρα της… … Dictionary of Greek
άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… … Dictionary of Greek
αγιοθοδωρίζω — (από το όνομα τού αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, τού οποίου η ανάμνηση θαύματος γιορτάζεται με κόλλυβα το Σάββατο τής α΄ εβδομάδας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής) 1. νηστεύω τις τρεις πρώτες μέρες τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλ. από την Καθαρή Δευτέρα ώς … Dictionary of Greek